- βιβλιοσυλλέκτης
- ο , βιβλιοσυλλέκτις (-ιδος) η собиратель, -ница книг, библиофил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοσυλλέκτης — ο ο συλλέκτης βιβλίων, κατά μια έννοια και ο βιβλιομανής: Είναι γνωστός βιβλιοσυλλέκτης, με μία μεγάλη συλλογή σπάνιων βιβλίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)